-
1 монтаж
1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα- στη βάση- трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμαпередний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж
-
2 монтаж
-
3 сборка
-
4 автосборка
η αυτόματη συναρμολόγηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автосборка
-
5 монтирование
η συναρμολόγηση, το μοντάρισμα (ξεν.)-ть συναρμολογώ, μο-ντάρω (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтирование
-
6 прифуговка
лес. η σύνδεση, η (συναρμολόγησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прифуговка
-
7 риска
тех. η γραμμή, το σημάδι, η (εγ)χάραξη σε μέταλλοотсчётная - αφετηρίας, το σταθερό σημείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > риска
-
8 сборка
(соединение частей, механизмов, узлов) η συναρμολογή, η συναρμολόγηση, разг. το μοντάρισμα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сборка
-
9 автосборка
авто||сбо́ркаж ἡ συναρμολόγηση αὐτοκινήτων. -
10 сборка
сборкаж тех. ἡ συναρμολόγηση [-ις], ἡ συναρμογή, τό μοντάρισμα -
11 автосборка
[αφταζμπόρκα] ουσ. θ. συναρμολόγηση -
12 сборка
[ζμπόρκα] ουσ. θ. συναρμολόγηση -
13 iterative proportional fitting
French\ \ ajustage de précision proportionnel itératifGerman\ \ iterative proportionale AnpassungDutch\ \ iteratief proportioneel fittenItalian\ \ montaggio proporzionale iterativoSpanish\ \ guarnición proporcional iterativaCatalan\ \ ajustament proporcional iteratiu (IPF: iterative proportional fitting)Portuguese\ \ ajustamento proporcional iterativoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ επαναληπτική ανάλογη συναρμολόγησηFinnish\ \ iteratiivinen suhteellinen sovitusHungarian\ \ -Turkish\ \ yinelemeli orantısal uyarlamaEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ итерационный пропорциональный подборUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ endurtekningu hlutfallslega mátunEuskara\ \ etorriko proportzionala etanFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ برازش متناسب تکراريArabic\ \ التركيب التناسبي التكراريAfrikaans\ \ iteratiewe proporsionele passingChinese\ \ -Korean\ \ 반복비례적합 -
14 автосборка
[αφταζμπόρκα] ουσ θ συναρμολόγηση -
15 сборка
[ζμπόρκα] ουσ θ συναρμολόγηση -
16 конструктор
-а α.1. κατασκευαστής, εκπο-νητής σχεδίων, βιομήχανος.2. συλλογή, σύνολο εξαρτημάτων για συναρμολόγηση. -
17 литмонтаж
-а α.λογοτενική συναπάρτιση ή συναρμολόγηση. -
18 монтаж
-а α.1. συναρμολόγηση• μοντάρισμα ανέγερση• στήσιμο.2. συναπάρτιση, σύνθεση, συρραφή (για έργο λογοτεχνικό, μουσικό κ.τ.τ.). -
19 монтажный
επ.συναρμολογητ ικός, της συναρμολόγησης• για συναρμολόγηση. -
20 монтирование
-я ουδ.αρμολόγηση• συναρμολόγηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συναρμολόγηση — η σύνδεση διάφορων μερών ενός πράγματος: Η συναρμολόγηση έγινε σε ελληνικό εργοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναρμολόγηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου 2. τεχνολ. η συναρμογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] … Dictionary of Greek
διάπηξη — η (Α διάπηξις, εως) 1. σύμπηξη, συναρμολόγηση, συνένωση 2. συναρμολόγηση δοκών για τον σχηματισμό σκελετού στην οικοδομή 3. ο ίδιος ο σκελετός (η ξυλοδεσιά) … Dictionary of Greek
μοντάζ — Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου … Dictionary of Greek
μοντάρισμα — το 1. η συναρμολόγηση τών τμημάτων και εξαρτημάτων μιας μηχανής, κν. στήσιμο 2. (γενικά) συναρμολόγηση κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek
συναρμολόγημα — το 1. αυτό που προέκυψε από συναρμολόγηση. 2. συναρμολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
ένδεση — η (AM ἔνδεσις, η) νεοελλ. 1. εσωτερική σύνδεση 2. ενδέτης αρχ. 1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση 2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση 3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση 4. εμπλοκή, ταραχή … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek